ψωνιστής

ψωνιστής
ο
1. αυτός που ψωνίζει συχνά, αυτός που γνωρίζει να ψωνίζει καλά πράγματα.
2. φρ., «ψωνιστής και κουβαλητής», το πρότυπο του νοικοκύρη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ψωνιστής — και ψουνιστής, ο, Ν [ψωνίζω] 1. ο έμπειρος στα ψώνια 2. αυτός που τού αρέσει να ψωνίζει …   Dictionary of Greek

  • καλοψωνιστής — και καλοψουνιστής, ο (Μ καλοψωνιστής) αυτός που ξέρει να ψωνίζει καλά, να κάνει καλά, εκλεκτά ψώνια νεοελλ. αυτός που αγοράζει και ψωνίζει συνεχώς ή πολλά πράγματα από κάποιο κατάστημα, καλός και συχνός πελάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + ψωνιστής… …   Dictionary of Greek

  • ψουνιστής — ο, Ν (διαλ. τ.) βλ. ψωνιστής …   Dictionary of Greek

  • ψουνιστής — ο βλ. ψωνιστής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”